Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε το 270 στα Πάταρα του δυτικού Πόντου.
Ήταν γόνος ευσεβούς και πλούσιας οικογένειας, έμεινε όμως νωρίς ορφανός. Νεαρός ακόμα ταξίδεψε στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει τον Τίμιο Σταυρό και τον Πανάγιο Τάφο και επιστρέφοντας στο τόπο του χειροτονήθηκε ιερέας, σε ηλικία 23 ετών.
Πολύ νωρίς έφτασε στο αξίωμα του αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας.
Όλη του την ζωή την αφιέρωσε σε καλά έργα, βοηθώντας φτωχούς, χήρες και ορφανά.
Ίδρυσε νοσοκομεία και ιδρύματα, ενώ πρωτοστάτησε στην προστασία των διωκόμενων από τους Ρωμαίους χριστιανών. Ο ίδιος φυλακίστηκε και βασανίστηκε κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού και μόνο με την έλευση του Μεγάλου Κωνσταντίνου στον αυτοκρατορικό θρόνο του Βυζαντίου επέστρεψε στα θρησκευτικά του καθήκοντα, αφού πρώτα αποφυλακίστηκε το 313.
Τον θεωρούν προστάτη τους όχι μόνο οι ναυτικοί μας αλλά και οι στεριανοί, που έχουν ανάγκη από κάποια προστασία.
Ο ποντιακός λαός στην περιοχή του Καρς παρουσιάζει τον Άγιο Νικόλαο σαν ψαρά και σαν τον πιο όμορφο απ’ όλους τους αγίους.
Μια παράδοση αναφέρει πως ήταν ένας άσχημος ψαράς, που δεν έπιανε ψάρια. Κάποτε, όμως, ήρθε ο Χριστός και βλέποντας ότι δεν έπιανε ψάρια τον προέτρεψε να πετάξει άλλη μια φορά το δίχτυ στη θάλασσα, κάτι και που έκανε. Τότε το δίχτυ γέμισε ψάρια, με τον Άγιο Νικόλαο να καταλαβαίνει ποιος ήταν ο άνδρας που τον προέτρεψε να ρίξει το δίχτυ και τον ακολουθεί. Ο Χριστός τότε έβαλε το χέρι του στο πρόσωπο του και εκείνος ομόρφυνε.
Στην Οινόη τον θεωρούσαν Άγιο των ναυτικών και τον παρακαλούσαν να σταματήσει τις φουρτούνες, ώστε να σωθεί τόσο πλήρωμα όσο και το καράβι. Όταν υπήρχε μεγάλη τρικυμία, ρίχνανε στη θάλασσα λάδι από το καντήλι του κι αυτή γαλήνευε.
Το λείψανο του Αγίου Νικολάου το 1087 το άρπαξαν οι Φράγκοι από την ομώνυμη εκκλησία στα Μύρα και από τότε βρίσκεται στο Μπάρι της Ιταλίας.
Πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο: Ποντιακή λαογραφία, Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, Αρχείον Πόντου