Τα παιδιά έπαιζαν το παιχνίδι ως εξής: Έκαναν έναν κύκλο και κάθονταν κάτω με τα πόδια τους ενωμένα και με φορά προς το κέντρο του κύκλου. Στη μέση ένα παιδί, άρχιζε να απαγγέλει το ποίημα «Τίμη τίμη τον αητόν» και έδειχνε τα πόδια του κάθε παιδιού.
«Τίμη, τίμη τον αητόν,
τον αητόν τον σταυρωτόν!
Κρούει, παίρει το κοντάρι
και χτυπά τον καβαλλάρι (ή καλαμάρι).
– Καβαλλάρι (ή καλαμάρι) μ’, τί θέλεις;
– Θέλω κόκκινα ωβά
να πουλιάζω τα πουλιά
και εβγαίνω ‘σ σην ελαίαν
και τερώ τον βασιλέαν,
πως μασά, πως κουρτά
πως καταπατεί τ’ αχάντια
και μαραίν’ τα παλλικάρια…
Ο Γιαννίτς ωριάζ’ αρνόπα
κ’ η Μαρίτσα πλύν’ μαλλόπα…
Έβγα σύ χρυσόν ποδάρ’!»
Στο παιδί το οποίο έπεφτε η τελευταία συλλαβή «δάρ’», «έβγαινε» το ένα του πόδι και συνέχιζε η απαγγελία του ποιήματος μέχρις ότου «έβγαιναν» όλα τα πόδια των παιδιών.
Νικητής ήταν αυτός που το πόδι του θα «έβγαινε» τελευταίο.