Το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα, ήταν για αιώνες το κέντρο του ελληνισμού στον Πόντο. Ξεκίνησε να χτίζεται το 386 μΧ από τους Αθηναίους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο, οι οποίοι οδηγήθηκαν στις απρόσιτες βουνοκορφές του Πόντου μετά από αποκάλυψη της Παναγίας για την εικόνα της – έργο του Ευαγγελιστή Λουκά – και χτίζοντας μέσα στον βράχο την εκκλησία της.
Μέσα στους αιώνες, τη μονή προίκισαν με μεγάλη περιουσία και πολλά προνόμια και κειμήλια οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου και αργότερα κυρίως οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας Ιωάννης B΄ Κομνηνός (1285-1293), Αλέξιος B΄ Κομνηνός (1293-1330), Βασίλειος Α΄ Κομνηνός (1332-1340).
Η Παναγία Σουμελά λειτουργούσε ως Ορθόδοξο μοναστήρι έως τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, όταν οι Τούρκοι κεμαλιστές λεηλάτησαν και κατέστρεψαν ολοσχερώς τη μονή.
Όμως, πριν το εγκαταλείψουν για πάντα το 1923, οι μοναχοί έκρυψαν μέσα στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, Εμμανουήλ Κομνηνού.
Από τα βάθη της Τραπεζούντας στη Βέροια
Μετά τον ξεριζωμό του ελληνισμού από τον Πόντο, η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας τους έμενε πίσω – «δέκα χρόνια θαμμένη χωρίς προσκυνητές, περίμενε την απελευθέρωση της».
Τότε, ο μητροπολίτη Ξάνθης Πολύκαρπος Ψωμιάδης και ο υπουργός Πρόνοιας Λεωνίδας Ιασωνίδης ζήτησαν τη μεσολάβηση του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου για να έρθει η εικόνα στην Ελλάδα.
Το 1930, στα πλαίσια της προωθούμενης τότε ελληνοτουρκικής φιλίας ο Τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού επισκέφτηκε την Αθήνα και δέχτηκε μια αντιπροσωπεία να πάει στον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της ορθοδοξίας και του ελληνισμού από το εγκαταλελειμμένο μοναστήρι.
Εκείνη την περίοδο ζούσαν στη Θεσσαλονίκη μόνο δύο καλόγεροι του παλιού μοναστηριού. Ο υπέργηρος μοναχός Ιερεμίας στον Λαγκαδά – ο οποίος αρνήθηκε να πάει γιατί δεν τον άκουγαν τα πόδια του, ή γιατί δεν ήθελε να ξαναζήσει τις εφιαλτικές σκηνές της τουρκικής βαρβαρότητας – και ο Αμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Αγίου Θεράποντα της Τούμπας.
Ο Ιερεμίας αποκάλυψε στον Αμβρόσιο την κρύπτη που είχαν θαφτεί τα ανεκτίμητα κειμήλια. Στις 14 Οκτωβρίου, ο Αμβρόσιος αναχώρησε για την Παναγία Σουμελά στην Τραπεζούντα. Λίγες μέρες αργότερα επέστρεφε στην Αθήνα με την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα Κομνηνού.
Ο Αμβρόσιος παρέδωσε τα κειμήλια – σύμβολα του ορθόδοξου Ελληνισμού του Πόντου στον μητροπολίτη Τραπεζούντας και κατοπινό αρχιεπίσκοπο Αθηνών, Χρύσανθο Φιλιππίδη, ο οποίος τα εναπόθεσε «προσωρινά» στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας.
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Σουμελά εκτέθηκε για 20 χρόνια στο Βυζαντινό Μουσείο, αν και ο υπουργός Ιασωνίδης είχε προτείνει ήδη από το 1931 τον επανενθρονισμό της σε κάποια περιοχή της Ελλάδας.
Το 1951 ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το σωματείο «Παναγία Σουμελά» με πρωτεργάτη τον γιατρό Φίλωνα Κτενίδη από την Κρωμνή του Πόντου και ξεκίνησε άμεσα την προσπάθεια να βρεθεί μία μόνιμη «στέγη» για την εικόνα της Παναγίας.
Τελικά και τον Αύγουστο του 1952, η εικόνα της Παναγίας ενθρονίστηκε με επισημότητα και βαθιά συγκίνηση στον ναό που χτίστηκε στο όρος Βέρμιο, σε περιοχή που παραχώρησε η κοινότητα της Καστανιάς στη Βέροια.
Σήμερα, η Παναγία Σουμελά στο όρος Βέρμιο είναι από τα πιο ιστορικά προσκυνήματα της Ορθοδοξίας και κάθε χρόνο στη γιορτή της, τον Δεκαπενταύγουστο, συρρέουν στον ναό χιλιάδες επισκέπτες (Πόντιοι και μη) από όλη την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό, για να προσκυνήσουν και να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται στον χώρο (π.χ. ποντιακά χορευτικά συγκροτήματα κ.α.).
Πηγή: skai.gr