ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ.gr | Η ημέρα του Πάσχα στη Τραπεζούντα και τα Κοτύωρα
Η ημέρα του Πάσχα στη Τραπεζούντα και τα Κοτύωρα
(Φωτ.: hecucenter.ru)
16 Απρ
0
Σχόλια

Η ημέρα του Πάσχα στη Τραπεζούντα και τα Κοτύωρα

Στην Τραπεζούντα, την Κυριακή του Πάσχα, δεν συνήθιζαν το πασχαλινό αρνί και το αντικαθιστούσαν με βραστή κότα. Τις τρεις μέρες του Πάσχα γίνονταν επισκέψεις σε συγγενικά και φιλικά σπίτια και ήταν μέρες του οικογενειακού γλεντιού. Το μεσημέρι γίνονταν η Διπλανάσταση, στην οποία πήγαιναν όλοι στην εκκλησία της ενορίας τους, ντυμένοι με τα καλά τους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Μετά από τη λειτουργία ξεκινούσαν οι επισκέψεις, στις οποίες δεν κερνούσαν ρακί, αλλά μόνο κρασί με τους σχετικούς μεζέδες.

Το Πάσχα δεν συνήθιζαν να κάνουν δώρα, με εξαίρεση τους αρραβωνιασμένους. Σε όσους πενθούσαν ή ήταν φτωχοί, οι γείτονες και οι συγγενείς έστελναν αυγά και τσουρέκια. Το ίδιο έκαναν και στους γνωστούς τους Τούρκους, που με τη σειρά τους τι ανταπέδιδαν όταν γιόρταζαν το Μπαϊραμι τους, στέλνοντας μπακλαβάδες και άλλα γλυκίσματα. Και τις τρεις μέρες του Πάσχα τα καταστήματα ήταν κλειστά.

Την τρίτη μέρα του Πάσχα γιόρταζαν με μεγαλοπρέπεια στην ενορία των Εξωτείχων, όπου μαζεύονταν πολλοί απ’ όλες τις ενορίες.

Στη Τραπεζούντα, στην Ανάσταση ο παπάς ευλογούσε όλα τα καλαθάκια που είχαν τοποθετήσει οι κάτοικοι από τη Μεγάλη Πέμπτη κάτω στην Αγία Τράπεζα.

Στο σπίτι ο καθένας θα έτρωγε από ένα αυγό για τη Χριστού την χάρ’ και τη διαβόλ’ την σπάσ’, δηλαδή για τη χάρη του Χριστού και το σκάσιμο του διαβόλου. Με το αγιασμένο αυγό δεν επιτρεπόταν το τσούγκρισμα, ενώ τα τσόφλια τους τα μάζευαν και τα έκαιγαν, για να μην πατηθούν.

Στα Κοτύωρα (Ορντού) οι καμπάνες για την Ανάσταση χτυπούσαν 1-2 ώρες μετά τα μεσάνυχτα, οπότε έφταναν στην εκκλησία όλοι, μικροί και μεγάλοι. Η ακολουθία της Ανάστασης ψάλλονταν έξω στο ύπαιθρο, πάνω σε εξέδρα. Μόλις εκφωνούσε ο παπάς το Χριστός Ανέστη άρχιζαν οι νέοι να ρίχνουν ρουκέτες, που τις λέγανε φυσέκια και πυροβολισμούς.

Τα αστυνομικά όργανα είχαν το νου τους, γιατί υπήρχε απαγορευτικό για τους πυροβολισμούς κι έτσι οι νέοι, μόλις τους έβλεπαν, φώναζαν, άτμαϊν, δηλαδή μην ρίχνετε, ενώ ταυτόχρονα συμπλήρωναν χωρίς διακοπή, συρέστε, δηλαδή ρίξτε. Έτσι επικράτησε και η φράση “άτμαϊν-συρέστε”, που τη χρησιμοποιούσαν συμβολικά και ειρωνικά για εκείνους που έλεγαν αλλά αντί άλλων. Επίσης, άναβαν διάφορα βεγγαλικά, τα μαϊτάπα και ένα είδος αυτοσχέδιου εκρηκτικού, τ’ ανοιγάρα, δηλαδή κλειδιά που τα γέμιζαν με εκρηκτική ύλη.

Μετά την απόλυση της εκκλησίας, όλοι πήγαιναν στα σπίτια τους. Πρώτα απ’ όλα έτρωγαν τ’ ευχιασμένον τ’ ωβόν, το οποίο πολλά παιδιά το έπαιρναν μαζί τους στην εκκλησία και μετά το Χριστός Ανέστη το έτρωγαν εκεί. Το αυγό που αναλογούσε στην Παναγία το έβαζαν στο εικονοστάσι, ενώ το παλιό που υπήρχε το έθαβαν στον κήπο ή το πετούσαν στη θάλασσα όταν είχε μεγάλη τρικυμία για να γαληνέψει.

Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα γινόταν η Δεύτερη Ανάσταση. Ακολουθούσε η περιφορά της εικόνας του απεικόνιζε την Ανάσταση του Χριστού και στις τρεις εκκλησίες της πόλεως. Όλες οι πομπές συναντόνταν στη μέση σχεδόν των συνοικιών Υπαπαντής και Αγίου Γεωργίου – ση Φυτουγκούρ’ καικα.

Το θέαμα ήταν μεγαλόπρεπο. Ο δεσπότης ήταν ντυμένος με τη λευκόχρυση αρχιερατική στολή του και ο κλήρος, οι ψάλτες και το πλήθος των Ελλήνων και των αλλοεθνών που ακολουθούσαν δημιουργούσαν μια επιβλητική ατμόσφαιρα. Οι καμπάνες χτυπούσαν με ταχύτατο ρυθμό, πυκνοί ήταν οι πυροβολισμοί και οι ρουκέτες και όλα αυτά, μέσα στο ανοιξιάτικο δειλινό, δημιουργούσαν ένα αρμονικότατο σύνολο.

Στην εκκλησία διαβαζόταν το Ευαγγέλιο σε πέντε-έξι γλώσσες.

Στα τελευταία χρόνια (1911-1914) γινόταν μονοκλησία. Μαζεύονταν δηλαδή στη Δεύτερη Ανάσταση και οι τρεις συνοικίες με τους παπάδες και τους ψάλτες τους στην εκκλησία της Υπαπαντής και από εκεί έκαναν τη συνηθισμένη διαδρομή.

Στα Κοτύωρα δεν συνήθιζαν το σουβλιστό αρνί. Χρησιμοποιούσαν κυρίως πουλερικά και κρέας αρνίσιο, πρόβειο, μοσχαρίσιο ή βοδινό, καθώς και αυγά, μακαρόνια, πιλάφια, ψάρια, γιοχάδες- ιφκάδες, τυριά και γιαούρτι. Τα ποτά δεν τα συνήθιζαν κατά τη διάρκεια του φαγητού.

Το Πάσχα γίνονταν και πολλές επισκέψεις απ’ όλους, πλούσιους και φτωχούς, χωρίς καμία εθιμοτυπική τάξη. Οι νέοι με παρέες πήγαιναν σε συγγενικά ή φιλικά σπίτια και έτσι με αυτό το πρόσχημα βλέπανε και τα κορίτσια της οικογένειας, οπότε και μπορούσαν να διαλέξουν και τη μελλοντική τους σύντροφο. Οι γυναίκες το Πάσχα δεν έκαναν επισκέψεις, εκτός από κάποιες γριές. Στους επισκέπτες προσέφεραν την ημέρα αυτή κυρίως κρασί, αλλά και ρακί και κονιάκ, ενώ πάνω στο τραπέζι, μέσα σε πιάτο ήταν τα κόκκινα αυγά, για να τσουγκρίζουν οι επισκέπτες. Και οι νυχτοφύλακες, οι τζαγκόζ ή τζαγκοζάντ, περνούσαν από όλα τα σπίτια ευχόμενοι Χριστός Ανέστη, παίρνοντας τα τζαγκοζλούκια, δηλαδή τα δικαιώματά τους, που ήταν αυγά και με τα οποία γέμιζαν ολάκερα καλάθια.

Την πρώτη μέρα του Πάσχα οι πιο πλούσιοι Έλληνες έστελναν πασχαλινά δώρα, αυγά και τσουρέκια σε φιλικές τουρκικές οικογένειες. Επίσης, πολύ πλούσιοι Τούρκοι του τόπου αλλά και ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι έκαναν επισκέψεις στο Μητροπολίτη και στους πλουσιότερους Έλληνες.

 

 

 

 

 

 

 

Πληροφορίες πάρθηκαν από το βιβλίο, Επιτροπή Ποντιακών Μελετών, Αρχείον Πόντου, Ποντιακή λαογραφία

ΣΧΟΛΙΑ
Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies.