ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ.gr | Ιστορίες μετανάστευσης στο σταυροδρόμι των πολιτισμών
Ιστορίες μετανάστευσης στο σταυροδρόμι των πολιτισμών
(Φωτ.: neoskosmos.com)
30 Ιούλ
0
Σχόλια

Ιστορίες μετανάστευσης στο σταυροδρόμι των πολιτισμών

Παρ’ ότι η σύγχρονη Αυστραλία έχει χτιστεί πάνω σε ιστορίες μετανάστευσης και ξεριζωμού, οι περισσότερες από αυτές δεν έχουν τύχει της αναγνώρισης που τους αξίζει στο καταγεγραμμένο ιστορικό της χώρας. Το βιβλίο Recalling the Journey II εκδίδεται στο πλαίσιο της προσπάθειας να ανασυρθούν στην επιφάνεια και να καταστούν κοινή γνώση αυτοί οι πολύτιμοι οικογενειακοί θησαυροί.

Με την επιμέλεια έκδοσης της Lella Cariddi, η πρωτοβουλία αποτελεί μέρος του συνεχιζόμενου έργου δημοσιοποίησης μεταναστευτικών ιστοριών του οργανισμού Multicultural Arts Victoria και η υλοποίησή της έγινε δυνατή, χάρη στην οικονομική υποστήριξη του δήμου Port Philip και του Cultural Development Fund.

Πρόκειται για μια συλλογή 27 ιστοριών από οικογένειες 14 διαφορετικών εθνικοτήτων που πραγματοποίησαν το μακρινό ταξίδι στην Αυστραλία σε μια περίοδο που εκτείνεται χρονικά από τα τέλη του 1850 έως και το 2012.

Και αν εκ πρώτης όψεως οι ιστορίες φαντάζουν ως μίνι βιογραφίες, ανάμεσα στις γραμμές τους ανακαλύπτει κανείς πτυχές γεγονότων που άλλαξαν τον ρου της ιστορίας, όπως η Μικρασιατική καταστροφή, το δράμα του λαού της Παλαιστίνης ή οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Μέσα από τις αφηγήσεις δεύτερης και τρίτης γενιάς Αυστραλών με ρίζες από τη Βοσνία, την Κίνα, την Αγγλία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ολλανδία, το Ιράν, την Ιταλία, το Κουρδιστάν, τη Μάλτα, την Παλαιστίνη, την Ταϊβάν, την Τουρκία και την Ουκρανία, ο αναγνώστης παίρνει επίσης μια γεύση από την καθημερινή ζωή στα μέρη που συνθέτουν το μεταναστευτικό ταξίδι κάθε οικογένειας.

Σε κάθε ιστορία αυτού του λογοτεχνικού μωσαϊκού απαντά κανείς το ψυχικό σθένος των ανθρώπων ως κινητήρια δύναμη στις διαδρομές που διήνυσαν μεταξύ συνόρων, με μοναδικό στόχο την αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος για αυτούς και τους απογόνους τους.

Την ίδια στιγμή, οι αγώνες επιβίωσης και το απαράμιλλο κουράγιο των πρωταγωνιστών, μας προσκαλούν να αναλογιστούμε τη δική μας στάση απέναντι στη μετανάστευση στη σημερινή Αυστραλία.

Το βιβλίο Recalling the Journey II, που εκδίδεται σε ηλεκτρονική μορφή (e-book) πρόκειται να παρουσιαστεί σε εκδήλωση που θα λάβει χώρα προσεχώς στη Μελβούρνη, όπου οι παρευρισκόμενοι θα έχουν την ευκαιρία να συναντήσουν από κοντά τους συγγραφείς και να ακούσουν αποσπάσματα των ιστοριών.

Ενόψει της παρουσίασης του βιβλίου, παραχωρήθηκε στον «Νέο Κόσμο» πρόσβαση σε τρεις από τις ιστορίες που περιλαμβάνονται στη συλλογή, καταγεγραμμένες από τους δεύτερης και τρίτης γενιάς Ελληνοαυστραλούς Σαλώμη Αργυροπούλου, Σοφία Ξηρού-Κωνσταντινίδη και Miria Cambel (Μυριάνθη Κασσιανίδη – ‘Cass’) και Κον Παγώνη.

Επιβάτης στο τελευταίο ταξίδι ενός καταπονημένου πλοίου
Μέσα από την ιστορία της Σαλώμης Αργυροπούλου, ακολουθούμε το χρονικό του ταξιδιού του πατέρα της, Αναστάσιου στην Αυστραλία το 1959, πάνω σε ένα πλοίο τόσο κακοσυντηρημένο που αυτό το δρομολόγιο έμελλε να είναι και το τελευταίο του. Με το που προσάραξε στο Port Melbourne, κατασχέθηκε από τις αρχές για αποσυναρμολόγηση.

Ο Αναστάσιος γεννήθηκε στο χωριό Σήμαντρα της Χαλκιδικής και μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη ως ενήλικας για να εκπαιδευτεί ως τεχνίτης. Η επιθυμία του να ξεφύγει από την φτώχεια υπήρξε το κύριο κίνητρό του για να αφήσει πίσω τη γεννέτειρα, τη γυναίκα του Δέσποινα και τον μικρό Δημητράκη —τον μόλις δυόμιση ετών τότε γιο τους— που επρόκειτο να τον συναντήσουν αργότερα.

Το ξεκίνημα νέας ζωής στην άλλη άκρη του πλανήτη δεν θα ήταν βέβαια εύκολη υπόθεση, όμως σίγουρα ο Αναστάσιος δεν φανταζόταν πως το ταξίδι για την Αυστραλία θα ήταν από μόνο του μια περιπέτεια.

«Ταξίδεψε για 33 μέρες πάνω στο ιταλικό πλοίο Flaminia, που ήταν τόσο παλιό και καταπονημένο που ο ίδιος και οι φίλοι που γνώρισε εκεί πίστευαν ότι μπορούσε να βυθιστεί οποιαδήποτε στιγμή», γράφει η Σαλώμη.

Η αφήγηση, μας μεταφέρει από τις απέλπιδες προσπάθειες του Αναστάσιου να βρει λεφτά κατά τη διάρκεια της διαδρομής —έχοντας ξοδέψει όλες του τις αποταμιεύσεις από την πρώτη εβδομάδα— έως και τη ζήλια του Έλληνα καπετάνιου για τη δημοφιλία που γνώριζε ανάμεσα σε γυναίκες επιβάτες.

Οι εμπειρίες του στην Αυστραλία ήταν εξίσου αντιπροσωπευτικές των όσων βίωσαν χιλιάδες Έλληνες μετανάστες της εποχής, από την πρώτη του δουλειά στη General Motors, έως τη συγκατοίκησή του με κάποιον φίλο σε ένα μικρό κατάλυμα πρόχειρα στημένο σε αυλή σπιτιού.

Σε ένα ξέχωρο απόσπασμα, η γυναίκα του, Δέσποινα, καταγράφει μέσα σε λίγες γραμμές τον απολογισμό μιας ζωής με την οποία ταυτίζονται οι περισσότεροι της πρώτης γενιάς της παροικίας μας.

«Το σχέδιό μας ήταν να μείνουμε στην Αυστραλία για λίγα μόλις χρόνια, να κερδίσουμε αρκετά χρήματα για το υπόλοιπο της ζωής μας, και να επιστρέψουμε μετά στην αγαπημένη μητέρα-πατρίδα, την Ελλάδα μας. Όμως τα πράγματα πήραν άλλη τροπή. Αποκτήσαμε τρία παιδιά και καταλήξαμε να κάνουμε την Αυστραλία σπίτι μας».

Σμύρνη: Το «κόσμημα της Ανατολής»
Η Σμύρνη, πατρίδα των παππούδων της Σοφίας Ξηρού-Κωνσταντινίδη και της Miria Cambel (Μυριάνθης Κασσιανίδη–‘Cass’), βρίσκεται στο επίκεντρο της αφήγησης του λογοτεχνικού διδύμου.

Η ιστορία που υπογράφουν από κοινού, μας παρουσιάζει την πλούσια πολιτισμική παράδοση αυτού του τόπου, όπου οι οικογένειες των Bayliss και Ευδοκίας Ξηρού (από την πλευρά της Σοφίας) και των Αριστείδη και Αναστασίας Καμπακλή–‘Camp’ (οι παππούδες της Miria αντίστοιχα) είχαν εγκατασταθεί προ γενεών.

Αυτό το χωνευτήρι λαών και θρησκειών, γράφουν, «κατοικούνταν από Έλληνες, Αρμένιους, Λεβαντίνους, Γάλλους, Αμερικάνους, Τούρκους, Χριστιανούς, Εβραίους και Μουσουλμάνους που συμβίωναν με σεβασμό και ανεκτικότητα».

Ο παππούς της Σοφίας, Bayliss, ήταν ιδιοκτήτης ενός κρασοπωλείου στην ελληνική συνοικία, ενώ της Miria, ο Αριστείδης, δούλευε ως έμπορος και διαχειριζόταν μια ταβέρνα μπροστά στην παραλία.

Στη γλαφυρή περιγραφή των δύο συγγραφέων διαβάζουμε για την ειδυλλιακή καθημερινότητα των ντόπιων: «Τα απογεύματα με καλό καιρό, ζευγάρια και οικογένειες έκαναν τον περίπατό τους κατά μήκος της πανέμορφης παραλιακής οδού με την εντυπωσιακή νεοκλασσική αρχιτεκτονική, μετέχοντας σε συζητήσεις και απολαμβάνοντας μια ζωή αφθονίας».

Η παραδεισένια ζωή επρόκειτο να γίνει παρελθόν με το ολοκαύτωμα της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922 και την προσφυγική κρίση που ακολούθησε.

Οι οικογένειες Ξηρού και Καμπακλή ήταν ανάμεσα στους τυχερούς που ειδοποιήθηκαν έγκαιρα από φίλους και γνωστούς Τούρκους.

Στην Αθήνα, όπου διέφυγαν, όμως, η ζωή δεν ήταν δίχως βάσανα.

«[…] οι παππούδες μας, ως Μικρασιάτες πρόσφυγες, ήταν ανεπιθύμητοι, με τους ντόπιους να τους αποκαλούν ξένους, παρότι Έλληνες από την Ιωνία», γράφουν οι δύο εγγονές.
Λίγο αργότερα, θα έπαιρναν από κοινού την απόφαση να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία.

Μεταξύ άλλων, μαθαίνουμε για τον αγώνα επιβίωσης των δύο οικογενειών στα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης, τα προσωπικά δράματα που βίωσαν και τα διαστήματα αποχωισμού τους προτού επανενωθούν ξανά.

Οι Ξηροί και οι Καμπακλήδες επρόκειτο να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους στην Αυστραλία, όμως τίποτα δεν κατάφερε να σβήσει από τις καρδιές τους την ανάμνηση της πατρογονικής γης.

Όπως καταλήγουν οι συγγραφείς, αυτή η ιστορία της μάχης για επιβίωση που πήγαζε από «την ανάγκη να ξεφύγουν από τον κίνδυνο και την καταδίωξη» λειτουργεί ως υπενθύμιση για τις θυσίες που έκαναν οι δύο οικογένειες προκειμένου να «χτίσουν για τους ίδιους και τα παιδιά τους ένα ελπιδοφόρο μέλλον».

Μια ελληνική γωνία Αλατσατιανών στο South Melbourne
Ο Κον Παγώνης αναδεικνύει μία ακόμη πτυχή του ιστορικού της ελληνικής μετανάστευσης στην Αυστραλία, με μία αφήγηση που ταξιδεύει τον αναγνώστη από τα Αλάτσατα στην τότε επαρχία της Σμύρνης, στη Χίο και το Κάιρο, με τελευταίο σταθμό το προάστιο South Melbourne, όπου μεγάλωσε η μητέρα του, Ελένη Kathleen.

Η μητέρα της Ελένης, Αργυρώ, γεννήθηκε στα Αλάτσατα το 1887, όμως κατάφερε να αποφύγει να βιώσει άμεσα την οδυνηρή εμπειρία ανταλλαγής πληθυσμών με την ανακατάληψη της Σμύρνης από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ το 1922, καθότι εκείνη την περίοδο ζούσε μαζί με τις αδελφές της στο Κάιρο.

Ο πατέρας της Αργυρώς, Εμμανουήλ Σαμαράς, πέρασε απέναντι από τις τουρκικές ακτές στη Χίο, όπου η κόρη του μετέβη για να τον φροντίσει.

Κατά την επιστροφή της στην Αίγυπτο μετά τον θάνατο του πατέρα της τον επόμενο χρόνο, η Αργυρώ γνώρισε τον άνδρα που θα παντρευόταν και με τον οποίο θα αποκτούσε την μοναχοκόρη της, Ελένη, τον Κωνσταντίνο Διακάκη.

Το ζεύγος αποφάσισε να ξενιτευτεί στην Αυστραλία το 1924, όπου και εγκαταστάθηκε στο South Melbourne.

Η οικονομική κρίση της εποχής, εν μέσω της οποίας ήρθε στον κόσμο η Ελένη, έκανε τη ζωή στη νέα χώρα εξαιρετικά δύσκολη για την οικογένεια. Όταν η Ελένη ήταν μόλις 15 ετών, ο πατέρας της απεβίωσε ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια.

Όπως γράφει ο Κον: «Κατά το έθιμο, μετά τον θάνατο του συζύγου της, η Αργυρώ εμφανιζόταν μαυροφορεμένη για την υπόλοιπη ζωή της, με την παραδοσιακή μαντήλα στο κεφάλι […]. Ο θάνατός του άφησε μητέρα και κόρη χωρίς συγγενείς στην Αυστραλία» […].

Υπό αυτές τις συνθήκες, δημιουργήθηκε ένας πολύ δυνατός δεσμός μεταξύ των δύο γυναικών.

Στη συνέχεια της ιστορίας ο Κον περιγράφει την απεριόριστη αγάπη και στήριξη της γιαγιάς του προς τη μητέρα του κατά τα νεανικά της χρόνια στο South Melbourne, ένα προάστιο «θύλακας Ελληνοαυστραλών από τα Αλάτσατα».

Δεν ήταν λίγες οι φορές που μέλη αυτής της κλειστής κοινότητας αντιμετώπιζαν με καχυποψία την Αργυρώ, όμως την ίδια στιγμή η μητέρα της Ελένης «έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από άλλους Έλληνες που κατέφευγαν συχνά σε αυτήν για συμβουλές και καθοδήγηση».

«Πολλές Ελληνίδες, των οποίων το πιο σύνηθες πρόβλημα ήταν οι σύζυγοί τους που περνούσαν μερόνυχτα τζογάροντας στα καφενεία, κρατούσαν τους γάμους τους χάρη στις συμβουλές που τους έδινε», γράφει ο Κον.

Μας μεταφέρονται αποσπάσματα από τη ζωή της Ελένης, όπως ο γάμος της με τον πατέρα του Κον, Νικόλα Παγώνη και η αφοσίωσή της στο φιλανθρωπικό έργο, προσφέροντας εθελοντικά τις υπηρεσίες της στο ίδρυμα «Φροντίδα» για περισσότερα από 20 χρόνια.

Σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς της που ζωντανεύει στο γραπτό, διακρίνουμε την επιρροή της μητέρας της, από την εργατικότητα και τη γενναιοδωρία της με τους ανθρώπους μέχρι το ταλέντο της στο πλέξιμο και τα εργόχειρα.

Αυτά τα στοιχεία της πολιτιστικής παράδοσης, που διαμορφώθηκε μέσα από τους δεσμούς της Αργυρώς με τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και την Ελλάδα, και μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά αγγίζοντας μέχρι τον εγγονό της Κον, είναι η πολύτιμη κληρονομιά που ο συγγραφέας εξυμνεί με την ιστορία του.

Πηγή: neoskosmos.com.

ΣΧΟΛΙΑ
Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies.